ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
[Seite 735] ion. statt προνάϊος.
-ΐη, -ον, Αιων. τ. βλ. πρόναος (II).