προπαράκειμαι

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A exist already, BGU243.14 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

προπαράκειμαι: Παθ., παράκειμαι ἐκ τῶν προτέρων, Δίων Κ. 49. 18.

Greek Monolingual

Α παράκειμαι
από πριν είμαι κοντά σε κάτι.