καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
-ή, -όν, Α πρύμνη
(κυρίως το θηλ. ως ουσ.) ἡ πρυμνική
(ενν. τέχνη) η τέχνη ή η υπηρεσία του ναύτη που υπηρετεί στην πρύμνη.