η, Ν πρώιμος1. η ιδιότητα του πρώιμου, πρωιμιά2. ζωολ. η ικανότητα του ζώου να εμφανίζει σε μικρή ηλικία τις ζωοτεχνικές ιδιότητες για τις οποίες εκτρέφεται και τις χαρακτηριστικές για το είδος παραγωγικές ικανότητες.