πρωτοκολλώ
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
-άω, Ν
καταχωρίζω έγγραφο σε πρωτόκολλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόκολλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].