πρωτόκολλο
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης»)
2. βιβλίο το οποίο τηρούν οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπου καταχωρίζονται, με αύξοντα αριθμό και ημερομηνία, όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα με συνοπτική περίληψη του περιεχομένου τους
3. διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις μεταξύ ενός κράτους και τών διαπιστευμένων σε αυτό διπλωματικών αντιπροσώπων ή τις μεταξύ τών τελευταίων σχέσεις
4. όρος με τον οποίο αποδίδεται συνήθως πρόσθετη σύμβαση, προσαρτημένη σε μια διεθνή συμφωνία υπό μορφή ερμηνευτικού ή συμπληρωματικού κειμένου, παραρτήματος
5. διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαπιστώνεται η μεταξύ δύο ή και περισσότερων πολιτικών συμφωνία σχετικά με ένα θέμα, σύμβαση
6. σύνολο κανόνων εθιμοτυπίας οι οποίοι ισχύουν σε αυλές ηγεμόνων ή σε υπηρεσίες προέδρων δημοκρατιών, καθώς και στις επίσημες σχέσεις τών διαφόρων πολιτειών
7. φρ. «πρωτόκολλο παραδόσεως και παραλαβής» — έκθεση που συντάσσεται κατά την παράδοση υπηρεσίας από τον υπάλληλο που αποχωρεί και από εκείνον που τον διαδέχεται και στην οποία καταχωρίζονται όλα τα παραδιδόμενα είδη
μσν.-αρχ.
το πρώτο φύλλο κυλινδρικού παπύρου το οποίο φέρει την επίσημη επικύρωση και την χρονολογία κατασκευής του παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. πρωτό-κολλος < πρωτ(ο)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. χρυσό-κολλος. Η νεοελλ. σημ. της λ. πέρασε στην Ελληνική μέσω της Λατινικής (πρβλ. μσν. λατ. protocollum και αγγλ. protocol)].