πτεροπώλης

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ο πωλητής φτερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + -πώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγ. ΒλάχουJ.