πυρομανής
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
-ές, Ν
αυτός που πάσχει από πυρομανία, που κατέχεται από ασυγκράτητη παρόρμηση πρόκλησης εμπρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο-μανής].