παρόρμηση
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
Greek Monolingual
η / παρόρμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
παρακίνηση, προτροπή
νεοελλ.
(ψυχολ.) έντονη και ακατανίκητη τάση, ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης, συνήθως σε συνδυασμό με έλλειψη επαρκών αναστολών.