παρόρμηση
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
Greek Monolingual
η / παρόρμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
παρακίνηση, προτροπή
νεοελλ.
(ψυχολ.) έντονη και ακατανίκητη τάση, ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης, συνήθως σε συνδυασμό με έλλειψη επαρκών αναστολών.