ραβέντι
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
και ρεβέντι, το, Ν
η ρίζα του ποώδους και φαρμακευτικού φυτού ρήο, το οποίο αποτελεί τονωτικό και ήπιο καθαρτικό φάρμακο.