ραβέντι

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

Greek Monolingual

και ρεβέντι, το, Ν
η ρίζα του ποώδους και φαρμακευτικού φυτού ρήο, το οποίο αποτελεί τονωτικό και ήπιο καθαρτικό φάρμακο.