τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
[Seite 830] = ῥαδινός, als v. l. Il. 18, 576 für ῥοδανόν; Hesych. erkl. ῥαδινός, ἀπὸ τοῦ ῥᾳδίως δονεῖσθαι.
ῥᾰδᾰνός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός.
-ή, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) βλ. ῥαδινός.