ρεαλιστής
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια, Ν
1. οπαδός του ρεαλισμού
2. αυτός που σκέπτεται Kat ενεργεί με ρεαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. realist < υστερολατ. realis «πραγματικός» (< λατ. res «πράγμα») + κατάλ. -ist].