ρεαλιστής
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια, Ν
1. οπαδός του ρεαλισμού
2. αυτός που σκέπτεται Kat ενεργεί με ρεαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. realist < υστερολατ. realis «πραγματικός» (< λατ. res «πράγμα») + κατάλ. -ist].