ρεζίλι

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

το, Ν
1. γελοιοποίηση, εξευτελισμός
2. φρ. α) «τον έκανα ρεζίλι» — τον γελοιοποίησα
β) «γίναμε ρεζίλι» — γελοιοποιηθήκαμε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rezil].