ρευματαλγία

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. πόνος που οφείλεται σε ρευματισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatalgia (< ρεύμα, -ατος + -αλγία). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα].