ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
(I)και αττ. τ. ρήττω Αιων. τ. ρήγνυμι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ- του αορ. ἔρρηξα του ῥήγνυμι, με επίθημα -jω (ρήκ-jω > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω.———————— (II)Αιων. τ. βλ. ῥάσσω.