ρυθμόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το, Ν
μουσικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ίσων χρονικών διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + μέτρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμόμετρον, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].