σαγματοποιία
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
η, Ν
η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο].