σαγματοποιία

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η, Ν
η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής σαγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο].