σαλίγκαρος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

και σαλίγγαρος, ο, Ν
1. το σαλιγκάρι
2. συνεκδ. (παλαιότερα) διάδρομος σε σχήμα οστράκου σαλιγκαριού, στον οποίο ασκούνταν και εξετάζονταν οι υποψήφιοι οδηγοί αυτοκινήτων
3. ναυτ. κεντρόφυγος ανεμιστήρας για τον αερισμό τών εσωτερικών χώρων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλιγκάρι / σαλιγγάρι + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. μούλαρ-ος)].