πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
[Seite 859] ἡ, = σαλάμβη, Phot. aus Soph.
σᾰλάβη: ἡ, ἴδε ἐν λ. σαλάμβη. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλάβη· θύρας ὀπή».
ἡ, Α(δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη.