σαξιφραγίδες
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Greek Monolingual
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης σαξιφραγώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. νεολατ. saxifragaceae. Βλ. και λ. σαξιφράγα].