σαξιφράγα
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
και σαξιφράγκα, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες της τάξης σαξιφραγώδη, με 300 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saxifraga (herba), θηλ. του επιθ. saxifragus (< saxum «πέτρα» + frango «σπάζω»). Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι φυτρώνει στις ρωγμές τών βράχων].