Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
η, Ν
η ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλ-ιά)].