Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σακιά

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521

Greek Monolingual

η, Ν
η ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].