σακιά
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
η, Ν
η ποσότητα που περιέχεται ή χωρεί σε ένα σακί («μια σακιά όσπρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κουταλιά)].