σεισμόμετρο

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

το, Ν
όργανο, ανάλογο με τον σεισμογράφο, με το οποίο γίνεται αυτόματη καταγραφή και μέτρηση τών κινήσεων του εδάφους οι οποίες προκαλούνται από φυσικές ή ανθρωπογενείς διαταράξεις του φλοιού της Γης, όπως είναι λ.χ. οι σεισμοί και οι εκρήξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismometer (< σεισμός + μέτρο)].