σαρκόκολλα

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόκολλα: ης ἡ, Περσικὸν κόμμι, Διοσκ. 3. 89, Γαλην., πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 24. 14, Ἡσύχ.· τὸ ὄνομα ἔλαβεν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ θεραπεύῃ πληγάς, νὰ «σαρκώνῃ».

Greek Monolingual

η / σαρκοκόλλα, ΝΑ
φυτικό κόμμι, το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ιδιότητά του να θεραπεύει, να επουλώνει τις πληγές
αρχ.
το φυτό αργεμώνη, η αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κόλλα. Την λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocolla].