σαρκόκολλα
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
σαρκόκολλα: ης ἡ, Περσικὸν κόμμι, Διοσκ. 3. 89, Γαλην., πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 24. 14, Ἡσύχ.· τὸ ὄνομα ἔλαβεν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ θεραπεύῃ πληγάς, νὰ «σαρκώνῃ».
Greek Monolingual
η / σαρκοκόλλα, ΝΑ
φυτικό κόμμι, το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ιδιότητά του να θεραπεύει, να επουλώνει τις πληγές
αρχ.
το φυτό αργεμώνη, η αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κόλλα. Την λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocolla].