σέπαλο
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
το, Ν
βοτ. καθένα από τα τμήματα του κάλυκα του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].