σέπαλο

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. καθένα από τα τμήματα του κάλυκα του άνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sepale από συμφυρμό τών separer «χωρίζω» + petale (< πέταλο)].