σιδηρόπλοκος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ον,

   A plaited of iron, Hld.9.15.

German (Pape)

[Seite 879] aus Eisen geflochten, Heliod. 9, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπλοκος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου πλεχθείς, Ἡλιόδ. 9. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό-πλοκος].