Σιδόνιος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. Σιδώνιος ; ἡ Σιδονίη (ion.) OD le territoire de Sidon.
Étymologie: Σιδών.

Greek Monolingual

και μτγν. τ. Σιδώνιος, -ία, -ον, και ιων. τ. θηλ. Σιδονίη, και τ. θηλ. Σιδωνιάς, -άδος, Α Σιδών, -ῶνος]
1. ο κάτοικος της Σιδώνας ή αυτός που κατάγεται από τη Σιδώνα
2. το θηλ. ἡ Σιδονία και Σιδονίη
(ενν. γῆ) η χώρα τών Σιδονίων, η Σιδώνα.