Σιδώνα

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

η / Σιδών, -ῶνος, ΝΜΑ
μία από τις αρχαιότερες φοινικικές πόλεις στις ακτές του Λιβάνου, που ήταν φημισμένη για την πορφύρα και τα αγγεία της.