ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
ο, Ν σκαλίζω1. εργάτης που ασχολείται με το σκάλισμα τών φυτών2. γλύπτης, χαράκτης.