εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
και σκορπαλεύρης, ο, θηλ. σκορπαλευρού, Νμτφ. αυτός που κατασπαταλά την περιουσία του, που τήν ξοδεύει αλόγιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + αλεύρι].