σκουληκιάζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

Ν σκουλήκι
γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί»).