σκουληκιάζω
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
Ν σκουλήκι
γεμίζω σκουλήκια ή κατατρώγομαι από σκουλήκια (α. «μάς έφερε να φάμε σκουληκιασμένα σύκα» β. «σκουλήκιασε το τυρί»).