σπάθιον

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 916] τό, dim. von σπάθη, kleine Spatel, σπαθίοις πηνίσματα κρούειν Ep. ad. 82 (VI, 283).

Greek (Liddell-Scott)

σπάθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπάθη (σημασ. Ι), Ἀνθ. Π. 6. 283· (σημασ. 5), Ἀρχ. Μαθ. 318· (σημασ. 2), Γαλην.· (σημασ. 6), Ἱππιατρ.· (σημασ. 7), Κοσμᾶς Ἰνδ.· -ἡ ἐκφορὰ σπανίον ἐσφαλμένη.

Greek Monolingual

και σπαθίον, τὸ, ΜΑ
βλ. σπαθί.