σπαγκοραμμένος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
και σπαγγοραμμένος, -η, -ο, Ν
1. ραμμένος με σπάγκο
2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)].