σπαγκοραμμένος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
και σπαγγοραμμένος, -η, -ο, Ν
1. ραμμένος με σπάγκο
2. μτφ. τσιγκούνης, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + ραμμένος (< ράπτω)].