σπάτουλα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

η, Ν
1. εργαλείο με λαβή και πλατύ έλασμα με το οποίο απλώνεται πολτώδες υλικό ή ανασηκώνεται υλικό που δεν έχει απόλυτα στερεοποιηθεί, αλλ. σπάθη
2. μτφ. η γλώσσα, ως όργανο γλοιώδους κολακείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spatola].