ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
σπέλληξι: «σπελέθοις» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σπελέθοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπέλεθος.