στερεοταξία

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η εντόπιση ενός νευρικού σχηματισμού του εγκεφάλου με τη βοήθεια σταθερών οδηγών σημείων, οστικών ή ενδοεγκεφαλικών, που γίνονται ορατά ακτινολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotaxie (< στερεός + τάξη + -ία)].