εντόπιση
From LSJ
γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
Greek Monolingual
η
1. περιορισμός σ' έναν τόπο, παρεμπόδιση της επεκτάσεως
2. ο καθορισμός της θέσης, η επισήμανση
3. ιατρ. περιορισμός καθολικής λοιμώξεως σε ορισμένο όργανο του σώματος, εξαιτίας λοιμώδους ασθένειας
4. φυσιολ. ο ακριβής καθορισμός τών περιοχών του εγκεφαλικού φλοιού, όπου έχουν την έδρα τους ορισμένες ψυχικές λειτουργίες.