στοματοσκόπιο

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. όργανο με λαβή και μικρό καθρέπτη για την εξέταση του στόματος και τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. στοματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].