στιχάριο
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
(I)
το, Ν
υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο)].———————— (II)
το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α
διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχη «είδος χιτώνα» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βιβλι-άριον].