χιτώνας

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ο / χιτών, -ῶνος, ΝΜΑ
1. (στην αρχαιότητα) στενό και ποδήρες ένδυμα, συνήθως χωρίς μανίκια, αποτελούμενο από ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα, το οποίο τυλιγόταν κατάσαρκα με πτυχώσεις και συναπτόταν με πόρπες ή με περόνες πάνω από τους ώμους και το οποίο φορούσαν αρχικά μόνον οι άνδρες, αλλά αργότερα και οι γυναίκες (α. «ιωνικός χιτώνας» — ποδήρης και χειριδωτός χιτώνας από λινό ύφασμα
β. «δωρικός χιτώνας» — μάλλινος τετραγωνοειδής χιτώνας, με ή χωρίς μανίκια, ο οποίος μόλις κάλυπτε τα γόνατα
γ. «μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) πουκάμισο
3. μτφ. κάθε είδους κάλυμμα ή περίβλημα (α. «οι χιτώνες της Γης» — τα ομόκεντρα στρώματα της Γης
β. «τὸν ἔσχατον της φιλοτιμίας χιτώνα ἀποδύσασθαι», Iουλ.)
4. ανατ. κάθε υμενώδης σχηματισμός που περιβάλλει ένα όργανο, συμμετέχοντας στη συγκρότηση του τοιχώματός του (α. «χοριοειδής χιτώνας» β. «αμφιβληστροειδής χιτώνας» γ. «τὸν ἔσχατον χιτῶνα τῆς καρδίας», Αριστοτ.)
5. φρ. «άγιος χιτώνας» και «ἅγιος χιτών»
εκκλ. ο χιτώνας του Χριστού, τον οποίο, λίγο πριν από τη σταύρωση, αφαίρεσαν οι στρατιώτες του Πιλάτου και έριξαν κλήρο για το ποιος θα τον κερδίσει
νεοελλ.
1. ζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος και κοινή ονομασία τών αμφίνευρων μαλακίων
2. βοτ. α) γένος ποωδών φυτών
β) ονομασία καθενός από τα δύο περιβλήματα του σπερματικού πυρήνα, τα οποία περιβάλλουν και καλύπτουν μερικώς τον σπερματικό πυρήνα στη σπερμοβλάστη
3. φρ. «Χιτών ο χνοώδης»
βοτ. λόγια ονομασία είδους φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες
μσν.-αρχ.
(γενικά) ένδυμα, ρούχο
αρχ.
1. θώρακας από δέρμα, καλυμμένος με λεπίδες ή μεταλλικούς κρίκους («ῥῆξεν δὲ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον», Ομ. Ιλ.)
2. το πάνω μέρος του σανδαλιού, που κάλυπτε το πόδι
3. το δέρμα του φιδιού
4. το περίβλημα του αβγού («τοῦ ᾠοῦ oἱ χιτῶνες οἱ περιέχοντες», Αριστοτ.)
5. αλιευτικό δίχτυ
6. ο ιστός της αράχνης
7. στον πληθ. oἱ χιτῶνες
οι φλοιοί σπόρων και βολβοειδών ριζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., σημιτικής προέλευσης, η οποία εισήλθε στην Ελληνική, πιθανότατα μέσω της Φοινικικής (πρβλ. φοινικικό ktn «χιτώνας από λινό ύφασμα»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε τ. πτώσεων kito, kitone, kitona, kitopi, καθώς και ως β' συνθετικό στον τ. epi-kitonija. Εκτός από τον τ. χιτών, η λ. εμφανίζει και τις μορφές κιθών (με μετάθεση της δασύτητας) και κιτών, χιθών (από συμφυρμό τών τ. χιτών και κιθών).
ΠΑΡ. χιτώνιο(ν), χιτωνίσκος
αρχ.
χιτωνάριον, χιτωνία
αρχ.-μσν.
χιτωνίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χιτωνοφόρος
αρχ.-μσν.
χιτωνοπώλης
νεοελλ.
χιτωνοειδής. (Β' συνθετικό) μελανοχίτων(ας), φαιοχίτων(ας)
αρχ.
αβροχίτων, αδετοχίτων, αμιτροχίτων, αστροχίτων, αχίτων, δερματοχίτων, διχίτων (διχίτωνος), ελκεχίτων, θηλυχίτων, κηροχίτων, κισσοχίτων, κυανοχίτων, λευκοχίτωνος, λινοχίτων, λυσιχίτων, μιτροχίτων, μονοχίτων, νεβροχίτων, ξανθοχίτων, οινοχίτων, οιοχίτων, πολυχίτων, προβατοχίτων, ρυσοχίτων, σιδηροχίτων, τετραχίτων, τοξοχίτων, υγροχίτων, υποχίτων, χαλκοχίτων, χρυσοχίτων
νεοελλ.
ερυθροχίτων].