στρίφωμα

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

το, Ν στριφώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει
2. αναδιπλωμένη άκρη του υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό.