στρίφωμα

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

το, Ν στριφώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει
2. αναδιπλωμένη άκρη του υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό.