στρογγυλεύω

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 955] = στρογγυλαίνω, Sp.

Greek Monolingual

Ν στρογγυλός
(ως μτβ. και ως αμτβ.)
1. στρογγυλαίνω
2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.