στρογγυλός

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 rond, arrondi ; στρογγυλὰ πλοῖα bâtiments ronds, càd navires de transports, navires marchands (qui étaient de forme arrondie, p. opp. aux navires de guerre μακρὰ ναῦς);
2 de forme épaisse et courte, trapu ; fig., en parl. du style ramassé, ferme, précis.
Étymologie: στραγγός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρογγύλος, -η, -ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, -η, -ο, Ν
1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.)
2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» — λόγια σταράτα
β. «στρογγύλα ῥήματα», Αριστοφ.)
3. κυκλοτερήςδίφρος στρογγύλος», επιγρ.)
4. φρ. «στρογγύλο πλοίο» ή «στρογγύλη ναῦς» — φορτηγό ιστιοφόρο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για τη μεταφορά τών εμπορευμάτων
νεοελλ.
1. (για αριθμό) ακέραιος, με παράλειψη τών μονάδων ή του κλάσματος του
2. ανατ. χαρακτηρισμός σχηματισμών, όπως είναι οι μύες και οι σύνδεσμοι, που έχουν στρογγυλό σχήμα
3. το ουδ. ως ουσ. το στρογγυλό
(τροφ.-τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος από το πρόσθιο μέρος του μηρού τών βοδιών και τών μοσχαριών, αλλ. μήλο
4. φρ. α) «στρογγυλή τράπεζα»
i) η τράπεζα του θρυλικού βασιλιά της Βρετανίας Αρθούρου, στην οποία συγκέντρωνε τους ιππότες της Αυλής που ήταν διαπρεπείς και ξεχώριζαν για την προσωπικότητά τους
ii) συνήθης πρακτική πρωτοκόλλου σε διεθνείς διασκέψεις, κατά την οποία, για να τηρηθεί η αρχή της ισοτιμίας, κάθε αντιπρόσωπος που παρακάθεται στο τραπέζι γύρω από το οποίο γίνονται οι συνομιλίες καταλαμβάνει εκ περιτροπής τη θέση του προέδρου της διάσκεψης
iii) (κατ' επέκτ.) ελεύθερη συζήτηση ενός θέματος στα πλαίσια μιας επί τούτου συνάντησης στην οποία μετέχουν πρόσωπα αρμόδια για το αντίστοιχο θέμα
β) «μείζων στρογγύλος μυς» και «ελάσσων στρογγύλος μυς»
ανατ. μύες που βρίσκονται στο οπίσθιο μέρος του ώμου, και εκτείνονται από την ωμοπλάτη στο άνω τμήμα του βραχιόνιου οστού
γ) «στρογγύλος πρηνιστής του πήχεως»
ανατ. μυς του αντιβραχίου που εκτείνεται μεταξύ παρατροχιλίου και κορωνοειδούς αποφύσεως και καταφύεται στο μέσο της έξω επιφάνειας της κερκίδας
δ) «στρογγύλος σύνδεσμος του ισχίου»
ανατ. σύνδεσμος μεταξύ κεφαλής και μηριαίου οστού και κοτύλης
ε) «στρογγύλος σύνδεσμος του ήπατος»
ανατ. σύνδεσμος μεταξύ ομφαλού και ήπατος
στ) «στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας»
ανατ. καθεμία από τις δύο ινομυώδεις ταινίες που εκτείνονται από τον πυθμένα της μήτρας, δεξιά και αριστερά στη σύστοιχη βουβωνική χώρα
5. παροιμ. «στρογγυλά 'ναι και κυλάνε» — λέγεται για τα χρήματα, που ξοδεύονται γρήγορα
αρχ.
1. (για πρόσ.) ο στρογγυλοπρόσωπος
2. (για ζώα και κυρίως για λιοντάρια και σκύλους) παχύς, κοντόχοντρος
3. (για πανί) πλήρες, φουσκωμένο
4. φρ. α) «λίθος στρογγύλος» — το χαλίκι (Ξεν.)
β) «ξύλα στρογγύλα» — κορμοί δέντρων απελέκητοι (Θεόφρ.)
γ) «τὸ στρογγύλον τοῦ στόματος» — το τορνευτό, γλαφυρό ύφος [του Ευρυπίδου] (Αριστοφ.)
επίρρ...
στρογγυλά /στρογγύλως ΝΜΑ, και στρόγγυλα Ν
με στρογγυλότητα
αρχ.
1. μτφ. με γλαφυρότητα, με κομψότητα («συστρέφειν τὰ νοήματα καὶ στρογγύλως ἐκφέρειν», Δίον. Αλ.)
2. φρ. «στρογγύλως βιῶ»
μτφ. ζω με απλό και λιτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στρογγ-ύλος (πρβλ. αγκύλος, γογγύλος, καμπύλος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας strenk- / streng- «συγκεντρώνω, σφίγγω, στενός» (βλ. και λ. στράγξ) και πρέπει να είχε αρχική σημ. «σφιχτός, τοποθετημένος σε σφαίρα», απ' όπου προήλθε η σημ. «κυκλικός, σφαιρικός». Η άποψη ότι το επίθ. στρογγύλος προήλθε από τ. στραγγύλος (με φωνηεντισμό ίδιο με τη λ. στράγξ) αναλογικά προς το γογγύλος δεν θεωρείται πιθανή.
ΠΑΡ. στρογγυλαίνω, στρογγύλευμα, στρογγυλότης(-τητα), στρογγυλώ (-νω)
αρχ.
στρογγυλίας, στρογγυλίζω, στρογγύλιον, στρογγύλω, οτρογγυλώδης
μσν.
στρογγύλεος
νεοελλ.
στρογγυλάδα, στρογγυλεύω, στρογγυλούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στρογγυλοπρόσωπος
αρχ.
στρογγυλόγλυφος, στρογγυλοδίνητος, στρογγυλοειδής, στρογγυλόκαυλος, στρογγυλόλοβος, στρογγυλοναύτης, στρογγυλόπλευρος, στρογγυλόπους, στρογγυλοτομία, στρογγυλώψ
μσν.
στρογγυλοευμορφοπώγωνος, στρογγυλόστεγος, στρογγύλοψις
νεοελλ.
στρογγυλοκάθομαι, στρογγυλοφέγγαρος. (Β' συνθετικό) ημιστρόγγυλος, ολοστρόγγυλος, υποστρόγγυλος
αρχ.
αμφιστρόγγυλος, επιστρόγγυλος, παραστρόγγυλος, περιστρόγγυλος
νεοελλ.
καταστρόγγυλος, μισοστρόγγυλος].