στρογγυλόγλυφος

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ον,

   A with carved mouldings, Hero Aut.25.7.

German (Pape)

[Seite 955] rund geschnitzt, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόγλῠφος: -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλά σκαλίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. χρυσό-γλυφος].