συγκάλυψη

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).