στυφελισμός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
German (Pape)
[Seite 959] ὁ, das Schlagen, Stoßen, übh. die schimpfliche Behandlung, Mißhandlung, bei Ar. v. l. für στυφελιγμός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. στυφελιγμός.